-
1 λωβάομαι
λωβ-άομαι, [dialect] Ion. [suff] λωβ-έομαι Id.Art.35 (as v.l.), [suff] λωβ-εῦμαι Herod.3.69; [dialect] Dor. [tense] impf.Aἐλωβῆτο Sophr.21
: [tense] fut. - ήσομαι Pl.Cri. 47d: [tense] aor.ἐλωβησάμην Hdt.3.154
, cf. Theoc.5.109, etc.: for [tense] pf. and [tense] aor. [voice] Pass., v. infr.: ([etym.] λώβη):—outrage, maltreat, c. acc. pers., also with cogn. acc. added, λώβην λωβᾶσθαί τινα do one despite, Il.13.623; esp. maim, mutilate, τινα Hdt. l. c.; ἑωυτὸν λωβᾶται λώβην ἀνήκεστον ibid.; ἀρτάναισι λωβᾶται βίον brings her life to a shameful end by the halter, S.Ant.54; ἀνδρῶν εὔνιδας λ. dishonouring them, E.Or. 929; λ. τοὺς νέους harm their pupils, Pl.Prt. 318d; of the effect of drudging work,τὰ σώματα λωβῶνται Arist.Pol. 1258b37
; alsoλ. πόλιν Lys.26.9
; [ἄστεα] κατ' ἄκρας Theoc. 16.89
; pillage,πόλιν Plb.4.54.2
; damage statues, etc., IG3.1417: less freq. c. dat., Ar.Eq. 1408, Pl.Cri. 47e, D.H.13.4, Orac. ap. Jul.Ep.88: abs., act outrageously, Il.1.232, 2.242.II [voice] Act. λωβάω only Ps.Phoc.38, and κατ-ελώβησαν in Plb.15.33.9: but [tense] pf. is used as [voice] Pass., λελωβημένος mutilated, Hdt.3.155, Pl.Grg. 511a, R. 611b, etc.; esp. of leprous persons, Man. ap. J.Ap.1.28: also [tense] aor. [voice] Pass.,μεγάλας λώβας λωβηθείς Pl.Grg. 473c
: and [dialect] Ion. [tense] pres. [ per.] 3pl. λωβέονται in Hp.Art. l.c.(v.l.); cf. ἀπο-, ἐκ-λωβάομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λωβάομαι
-
2 λωβαομαι
1) бесчестить, позоритьλώβην λωβᾶσθαί τινα Hom. — осрамить кого-л.
2) осквернять(ἀνδρῶν εὔνιδας Eur.)
3) наносить обиды, оскорблять(τινι Arph.)
4) уродовать, увечить, обезображивать(ἑωυτόν Her.; τέν ψυχέν λελωβημένος Plat.)
5) развращать, портить(τοὺς νέους Plat.)
6) терзать, мучить, изнурять(τὰ σώματα Arst.; τέν πόλιν Lys.)
7) губитьἀρτάναισι λωβᾶται βίον Soph. — (Иокаста) окончила (свою) жизнь петлей, т.е. повесилась
См. также в других словарях:
λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… … Dictionary of Greek
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek